χιονοστρόβιλος

χιονοστρόβιλος
ο
χιονοθύελλα, χιόνι που στροβιλίζεται από τον άνεμο.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • χιονοστρόβιλος — ο, Ν (μετεωρ.) χιόνι που στροβιλίζεται από τον άνεμο κατά την πτώση του ή κατά την ανύψωσή του από το έδαφος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χιόνι + στρόβιλος. Η λ. μαρτυρείται από το 1886 στον Α. Π. Κουρτίδη] …   Dictionary of Greek

  • χιονοκαταιγίδα — η χιονοθύελλα, χιονοστρόβιλος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”